- ερπηστης
- ἑρπηστής-οῦ adj. m ползучий
(πούς, sc. τοῦ κισσοῦ Anth.)
πάμφαγος ἑ. Anth. = μῦς
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πούς, sc. τοῦ κισσοῦ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἑρπηστής — guinea worm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερπηστής — ο (Α ἑρπηστής) [έρπω] νεοελλ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα αρχ. 1. το ερπετό 2. «ἑρπηστής μῡς» το ποντίκι 3. νηματόζωο τής Μεδίνης 4. ως επίθ. αυτός που έρπει … Dictionary of Greek
ἑρπησταῖς — ἑρπηστής guinea worm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπησταί — ἑρπηστής guinea worm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστοῦ — ἑρπηστής guinea worm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστᾶο — ἑρπηστής guinea worm masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστήν — ἑρπηστής guinea worm masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῶν — ἑρπηστής guinea worm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστάν — ἑρπηστά̱ν , ἑρπηστής guinea worm masc acc sg (epic doric aeolic) ἑρπηστής guinea worm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστάς — ἑρπηστά̱ς , ἑρπηστής guinea worm masc acc pl ἑρπηστά̱ς , ἑρπηστής guinea worm masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek